- σταγμάτων
- στάγμαthat which dripsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταγματοπώλης — ὁ, Α πωλητής σταγμάτων, αρωματικών ελαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + πώλης*] … Dictionary of Greek